- δικάταρτος
- -η, -οπλοίο εξοπλισμένο με δύο κατάρτια, δύο ιστούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικάταρτος — η, ο (για πλοία) αυτός που έχει δύο κατάρτια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek